νοτιοανατολικώς

νοτιοανατολικώς
см. νοτι(ο)ανατολικά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "νοτιοανατολικώς" в других словарях:

  • νοτιοανατολικός — και νοτιανατολικός, ή, ο 1. αυτός που είναι στραμμένος ή βρίσκεται στο μεταξύ νότου και ανατολής, σημείο τού ορίζοντα ο μεσημβρινοανατολικός 2. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το παραπάνω σημείο τού ορίζοντα, ο σιρόκος. επίρρ... νοτιοανατολικώς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»