- νοτιοανατολικώς
- см. νοτι(ο)ανατολικά
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νοτιοανατολικός — και νοτιανατολικός, ή, ο 1. αυτός που είναι στραμμένος ή βρίσκεται στο μεταξύ νότου και ανατολής, σημείο τού ορίζοντα ο μεσημβρινοανατολικός 2. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το παραπάνω σημείο τού ορίζοντα, ο σιρόκος. επίρρ... νοτιοανατολικώς… … Dictionary of Greek